εξημερώνομαι

εξημερώνομαι
εξημερώνομαι, εξημερώθηκα, εξημερωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ημερεύω — (I) ἡμερεύω (Α) [ημέρα] 1. περνώ την ημέρα μου, διημερεύω κάπου («ἡμερεύσαντες ἔν τινι τόπῳ ἐρήμῳ», Ξεν.) 2. ταξιδεύω όλη την ημέρα, οδοιπορώ όλη την ημέρα 3. εργάζομαι κατά τη διάρκεια τής ημέρας 4. φρ. «ἡμερεύω ἐν πόνοισιν» περνώ τις ημέρες μου …   Dictionary of Greek

  • καθημερώ — καθημερῶ, όω (Α) 1. καταπραΰνω, γαληνεύω, ημερεύω («καθημερῶ τὴν ψυχήν», Πορφ.) 2. μέσ. καθημεροῡμαι, όομαι κατευνάζω, καθησυχάζω 3. παθ. (για ζώα) εξημερώνομαι, ημερώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἡμερ ῶ (< ἥμερος)] …   Dictionary of Greek

  • καταπραΰνω — (AM καταπραΰνω, Α επικ. και ιων. τ. καταπρηΰνω) καθησυχάζω, κατευνάζω, γαληνεύω («το φάρμακο καταπράυνε τους πόνους») αρχ. 1. κάνω κάτι μαλακό 2. παθ. καταπραΰνομαι α) (για ζώα) εξημερώνομαι, ημερεύω β) (για συγκινήσεις) ελαττώνομαι, κοπάζω.… …   Dictionary of Greek

  • συνεξημερούμαι — όομαι, Α [ἐξημεροῡμαι] εξημερώνομαι, εξευγενίζομαι συγχρόνως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”